- τριβωνοφορια
- τριβωνοφορίατρῐβωνο-φορίαἥ ношение рубища Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τριβωνοφορία — τριβωνοφορίᾱ , τριβωνοφορία the wearing of a fem nom/voc/acc dual τριβωνοφορίᾱ , τριβωνοφορία the wearing of a fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβωνοφορία — ἡ, Α [τριβωνοφορῶ] το να φορεί κανείς τρίβωνα … Dictionary of Greek
τριβωνοφορίαι — τριβωνοφορίᾱͅ , τριβωνοφορία the wearing of a fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)